Όσοι κακοποιούν ζώα αποτελούν μία ετερογενή ομάδα ατόμων, χωρίς να μπορούμε να πούμε με εγκυρότητα και αξιοπιστία ότι συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες ή ομάδα ή συγκεκριμένο φύλο είναι υπεύθυνο για αυτό. Οι έρευνες εμπεριέχουν δείγματα ατόμων από συγκεκριμένο πλαίσιο, όπως για παράδειγμα φυλακισμένους για ποικίλα βίαια εγκλήματα ή/και με διαφορετική κουλτούρα, κάτι που δεν επιτρέπει την γενίκευση των ευρημάτων.
Αρχικά, οι έρευνες
δείχνουν υψηλότερα ποσοστά βιαιότητας προς τα ζώα από τους άνδρες παρά από τις
γυναίκες (Katz & Gottman, 1993· Reynolds, Wallace, Hill,
Weist & Nabors,
2001). Σε σύγκριση με τα κορίτσια, τα αγόρια εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους περισσότερο, όταν εκτίθενται σε
ενδοοικογενειακή βία, ενώ η κοινωνικοποίησή τους δίνει έμφαση στην κυριαρχία και την επιθετικότητα (Flynn, 1999b). Για αυτό το λόγο, οι βίαιες πράξεις κατά ζώων
ίσως παρέχουν στα αγόρια την ευκαιρία να τεστάρουν ανάλογες δεξιότητες (Chan & Wong,
2019), ενώ αυτό μπορεί να ενισχύεται, εάν η συμπεριφορά τους επιβραβεύεται από
συνομηλίκους ή δεν τιμωρείται και παραβλέπεται από τους γονείς (Arluke & Luke,
1997).
Σε έρευνα 1396
νέων στην Ιταλία ηλικίας 9 έως 17 ετών, αναφέρεται ότι τα αγόρια ήταν δύο φορές
περισσότερο πιθανό από τα κορίτσια να είναι βίαια προς τα ζώα, με τα 2/3 των
αγοριών και το 1/3 των κοριτσιών να έχουν κακοποιήσει ζώο (Baldry, 2003). Άλλες έρευνες είχαν παρόμοια αποτελέσματα,
35% των αγοριών έναντι 9% των κοριτσιών (Flynn, 1999b) και 69% έναντι 33% αντίστοιχα, σε δείγματα
φοιτητών. Παρόλα αυτά, το αίσθημα απειλής
και η αυτο-κατηγορία στα κορίτσια
λόγω της έκθεσης σε ενδοοικογενειακή βία αποτελούν παράγοντες που μπορεί να
συμβάλλουν στην διάπραξη βίαιων πράξεων προς τα ζώα (Chan
&
Wong, 2019· Foo, 2002· Kerig, 1999).
Τα δείγματα
γυναικών στις έρευνες είναι μικρά και ίσως επιλέγονται εξ αρχής πληθυσμοί ανδρών,
θεωρώντας δεδομένη την σχέση ανάμεσα στην κακοποιητική συμπεριφορά και τους
άνδρες. Κάτι τέτοιο, όμως, περιορίζει σημαντικά την εγκυρότητα των ερευνών και
την επιστημονικότητά τους. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες προβαίνουν τόσο
σε κακοποίηση ζώων (Van Wijk κ.ά., 2018) και συνάμα σε σεξουαλική
παραβατικότητα και ενδοοικογενειακή βία, το οποίο δηλώνει ότι ο ρόλος των
γυναικών στην κακοποίηση ζώων είναι υποβαθμισμένος (Van der Knaap, Idrissi,
& Bogaerts, 2010· Van Wijk κ.ά., 2018·
Wijkman, 2014).
Όσον αφορά τα παιδιά,
έρευνες έχουν δείξει ότι εκείνα που κακοποιούν ζώα βρίσκονται περισσότερο σε
μικρή παιδική ηλικία (Achenbach, 1991· Achenbach, Howell,
Quay, & Conners, 1991). Η Currie
(2006) βρήκε ότι τα παιδιά που είχαν εκτεθεί σε ενδοοικογενειακή βία και συμπεριφέρονταν
βίαια προς τα ζώα ήταν μεγαλύτερα κατά μέσο όρο σε ηλικία από εκείνα που δεν
είχαν εκτεθεί. Η Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία (1994) επεσήμανε ότι η
βιαιότητα προς τα ζώα είναι σύμπτωμα της Διαταραχής
Διαγωγής, μίας ψυχικής διαταραχής, που συναντάται σε παιδιά κι εφήβους, με
έναρξη κατά μέσο όρο τα 6,5 έτη.
Επίσης, η βιαιότητα προς τα ζώα σε πρώιμη παιδική ηλικία ήταν προβλεπτικός παράγοντας για μελλοντική βίαιη ή αντικοινωνική πορεία του ατόμου. Για παράδειγμα, βρέθηκε ότι όσοι είχαν διαπράξει βίαιες πράξεις σε ζώα σε πρώιμη παιδική ηλικία, ως ενήλικες είχαν καταδικασθεί για κακοποίηση ζώων κατά συρροή (Tallichet κ.ά., 2005), ανθρωποκτονία κι απόπειρα ανθρωποκτονίας (O’Grady, Kinlock & Hanlon, 2007). Επιπρόσθετα, όσοι διαπράττουν διαπροσωπική βία και κακοποίηση ζώων δείχνουν λιγότερα συναισθήματα, τιμωρούν εύκολα κι έχουν παράλογες προσδοκίες από τα ζώα (Carlisle-Frank, Frank & Nielsen, 2004).
Δρίβας Ευάγγελος
Κλινικός Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπευτής
Αστυνομικός