Σελίδες

Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

"Κτηνοβασία & σεξουαλική κακοποίηση ζώων"


     Μία ακόμη ακραία κακοποιητική συμπεριφορά προς τα ζώα αποτελεί η κτηνοβασία (bestiality), όπως συνήθως συναντάται. Αν και το θέμα αυτό προκαλεί ιδιαίτερη απέχθεια εν γένει, ελάχιστη προσοχή έχει δοθεί από τους ερευνητές. Ο όρος κτηνοβασία αναφέρεται σε οποιαδήποτε σεξουαλική δραστηριότητα (πράξη) ανάμεσα σε ανθρώπινα και μη ανθρώπινα όντα. Πολύ συχνά χρησιμοποιείται εναλλάξιμα (με την κτηνοβασία) και ο όρος Ζωοφιλία (Zoophilia), ο οποίος αποτελεί μία παραφιλία. Υπάρχει διάκριση ανάμεσα στους δύο όρους, καθώς ο πρώτος δεν περιγράφει τα κίνητρα του δράστη, ώστε να έχει σεξουαλική δραστηριότητα με ένα μη ανθρώπινο ζώο (Holoyda, Sorrentino, Friedman & Allgire2018).
     Σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο για τις Ψυχικές Διαταραχές (5η Έκδοση, 2013) ως παραφιλία ορίζεται οποιοδήποτε έντονο κι «…επίμονο σεξουαλικό ενδιαφέρον, διαφορετικό από την γενετήσια διέγερση (γεννητικών οργάνων) ή περίπτυξη (προκαταρτικά χάδια)…», με φαινοτυπικά φυσιολογικούς, σωματικά ώριμους, συναινετικούς ανθρώπινους συντρόφους (Γιωτάκος, 2014). Η Ζωοφιλία ως παραφιλία εντάσσεται στην κατηγορία των Άλλων Προσδιοριζόμενων Παραφιλικών Διαταραχών και συναντάται σε επιστημονικά άρθρα ως Ζωοφιλική Διαταραχή. Δηλαδή, δεν εντάσσεται ως ξεχωριστή ψυχιατρική διάγνωση. Ορίζεται ως η επαναλαμβανόμενη και έντονη σεξουαλική διέγερση (εμμονικό ενδιαφέρον) προς ένα ζώο, κριτήρια που είναι παρόντα για τουλάχιστον έξι (6) μήνες και μπορεί να εμπεριέχει έναν επιβλαβή κίνδυνο λόγω πιθανού τραυματισμού ιστών (του ζώου) (Stern & Smith-Blackmore, 2016), καθώς κι έλλειψη συγκατάθεσης (Beirne, 1997). Βέβαια, δεν πληρούν κλινικά τα διαγνωστικά κριτήρια της Ζωοφιλικής Διαταραχής, όλοι όσοι διαπράττουν κτηνοβασία. Παρά ταύτα, πολλοί από αυτούς αυτο-χαρακτηρίζονται ως Ζωόφιλοι (Zoophilic) (Chan & Wong, 2019). Δηλαδή, η παραφιλία διακρίνεται από την Ζωοφιλική Διαταραχή και δεν απαιτεί τη θεραπευτική αντιμετώπισή της, σύμφωνα με το DSM5 (2013). Αρχικά, για να θεωρηθεί διαταραχή και να είναι απαραίτητη η θεραπευτική αντιμετώπιση της ζωοφιλίας, κατά το εγχειρίδιο, πρέπει να προκαλεί δυσφορία στο ίδιο το άτομο σε διάφορους τομείς της λειτουργικότητάς του (κοινωνικά, εργασιακά, κλπ). Δεύτερον, στον ορισμό εντάσσονται οι τάσεις και φαντασιώσεις του ατόμου για σεξουαλική συνεύρεση  με ζώα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι όλοι όσοι έχουν φαντασιώσεις, θα τις κάνουν και πράξη. Επομένως, το ερώτημα είναι: Το άτομο πληροί τα κριτήρια της ψυχικής διαταραχής, όταν η φαντασίωση δε γίνεται συμπεριφορά; Εδώ χρειάζονται ακόμα περισσότερες έρευνες.
     Θεωρώ ότι η έλλειψη συγκατάθεσης από ένα ανθρώπινο ή μη ανθρώπινο ζώο για σεξουαλική δραστηριότητα, επαφή ή διείσδυση, αλλά και η μη αναγνώριση από τον δράστη αυτής της δυνατότητας ή άρνησης, τον καθιστά ελλειμματικό ενσυναίσθησης. Φαίνεται ότι κατέχει μία ναρκισσιστική δομή προσωπικότητας που υποτιμά τις ανάγκες ενός άλλου έμβιου όντος, ανθρώπινου ή μη, δίνοντας προτεραιότητα στις δικές του. Ακόμα, αναλογιζόμενοι ότι από την τάση ή φαντασίωση έως την συμπεριφορά υπάρχει ένα συγκεκριμένο σκεπτικό και μία απόφαση, συνάγω ότι ο δράστης είναι ανίκανος να αντισταθεί στις παρορμήσεις του και υπάρχει ο κίνδυνος να τη διαπράξει. Αυτό αρκεί να θεωρείται η ζωοφιλία ως Ζωοφιλική Διαταραχή.
     Ο όρος Ζωοφιλία στην ελληνική γλώσσα έχει συνήθως θετική χροιά και χρησιμοποιείται για να περιγράψει την άδολη αγάπη προς τα ζώα, ενώ χρησιμοποιείται εναλλάξιμα με τον όρο φιλοζωία, που συνήθως αποδίδεται ως η αγάπη για την ζωή. Όπως και να έχει, ελληνική λέξη που να μπορεί να αποδώσει επακριβώς την έννοια της Zoophilia δεν υπάρχει. Στο εξής, καλό θα ήταν να χρησιμοποιούμε τη λέξη Zωοφιλία, με την έννοια της έντονης σεξουαλικής διάθεσης προς τα ζώα, ώστε να εκφράσουμε μία σεξουαλικά δυσλειτουργική ανθρώπινη πλευρά. Παρακάτω στις έρευνες, όπου αναφέρεται η λέξη ζωόφιλος, εννοείται αυτός που διαπράττει την παραφιλία.
     Είναι σημαντικό να ξεκαθαριστούν οι όροι που αναφέρθηκαν. Ο όρος «κτηνοβασία» είναι ο πιο κοινά χρησιμοποιούμενος και αναφέρεται στην πράξη καθαυτή του σεξ με ζώα κι όχι στα κίνητρά του. Ο όρος «ζωοφιλία» συναντάται σε επιστημονικές προσεγγίσεις και αναφέρεται στο σεξουαλικό ενδιαφέρον προς τα ζώα. Ο όρος «Ζωοφιλική Διαταραχή»  είναι επιστημονικός όρος και αναφέρεται στην ψυχιατρική διάγνωση της διαταραχής της ζωοφιλίας, η ύπαρξη της οποίας προκαλεί στο ίδιο το άτομο δυσφορία και δυσλειτουργία σε πολλά επίπεδα της ζωής του. Ο όρος σεξουαλική κακοποίηση ζώων (sexual animal abuse) προτιμάται περισσότερο από τους όρους κτηνοβασία ή ζωοφιλία, καθώς εστιάζει στο ζώο ως θύμα και έχει ως αποτέλεσμα συμπεριφορικές αλλαγές ή/και σωματικές βλάβες πάνω στο ζώο (Stern & Smith-Blackmore, 2016).
     Διάφορες μελέτες προσπάθησαν να δώσουν έναν σαφή ορισμό στην κτηνοβασία. Ο Beetz (2002) όρισε την κτηνοβασία ως την σεξουαλική επαφή ανθρώπου-ζώου ή τη σωματική επαφή ανθρώπου-ζώου που έχει ως αποτέλεσμα την σεξουαλική διέγερση του δράστη. Ο Beirne (1997) την όρισε ως την σεξουαλική επίθεση μεταξύ ειδών, καθώς η σεξουαλική διάδραση θα εμπεριέχει εξαναγκασμό, με πράξεις που προκαλούν πόνο κι αποτελούν βασανιστήριο προς το ζώο, το οποίο δεν μπορεί εκφράσει τη δυσφορία του μετά την σεξουαλική επίθεση.
     Τα άτομα που κτηνοβατούν έχουν ιδιαίτερη επίγνωση της σεξουαλικής τους συμπεριφοράς κι αναγνωρίζουν ότι η συμπεριφορά τους είναι παράνομη, ακόμη κι αν την θεωρούν ως έκφραση αγάπης (Sendler, 2019). Έχει αναδειχθεί ότι εμπλέκονται σεξουαλικά με ζώα, επειδή νιώθουν ανίκανοι να σχετιστούν με άλλους ανθρώπους (Peretti & Rowan, 1982) ή ίσως επειδή νιώθουν απομονωμένοι, ανασφαλείς, ντροπιασμένοι ή φοβούνται την απόρριψη (Beetz, 2004· Cerrone, 1991). Είναι φανερό ότι βασικές συναισθηματικές ανάγκες, όπως ασφάλεια, προστασία, αποδοχή, στοργή, κλπ., που είναι απαραίτητες να καλύπτονται από τους σημαντικούς άλλους κατά την παιδική ηλικία, παίζουν καθοριστικό ρόλο ακόμα και στην σεξουαλική ανάπτυξη κι έκφραση ενός ατόμου. Οι πιο συνήθεις λόγοι για την εμπλοκή αυτών των ατόμων σε σεξουαλική δραστηριότητα με ζώα είναι η σεξουαλική έλξη από ζώα, η περιέργεια, η έκφραση αγάπης ή στοργής προς ένα ζώο (Miletski, 2002), η ευχαρίστηση από ένα ζώο και η ικανοποίηση της επιθυμίας για ένδειξη στοργής (Williams & Weinberg, 2003). Πιστεύουν ότι ένας τρόπος για να αποστιγματιστούν είναι να αφαιρεθεί η ζωοφιλία από τη λίστα των διαταραχών (Sendler, 2019). Αναφορικά με την ποιότητα του σεξ, θεωρούν ότι το σεξ με ζώα έχει υψηλότερη αξία από ό,τι με ανθρώπους και σωματικά χαρακτηριστικά, όπως η ύπαρξη τριχώματος, μπορεί να είναι σεξουαλικά διεγερτική για αυτούς, ειδικά όταν βλέπουν ζώα δημοσίως (Sendler, 2019). Σε αυτά τα άτομα η αλληλεπίδραση με τα ζώα φαίνεται απλή, άμεση και δεν απαιτεί πολύ από τον χρόνο τους, καθώς ούτε ιδιαίτερη προσπάθεια ή/και χρήματα. Οι Ζωόφιλοι έρχονται σε επαφή με άλλους Ζωόφιλους μέσω του διαδικτύου σε forums και blogs, αλλά αυτές οι επαφές συνήθως δεν επεκτείνονται πέραν των online συζητήσεων, κάτι που δηλώνει ότι είναι καχύποπτοι κι ανησυχούν για την προσωπική τους ασφάλεια (Sendler, 2019).
     Γενικός πληθυσμός: Περίπου το 8% των ανδρών μίας έρευνας στις Η.Π.Α., παραδέχτηκε την εμπλοκή του σε σεξουαλικές δραστηριότητες με ζώα, με τον μέσο όρο να αυξάνεται σε 40%-50%, όταν αφορούσε αγόρια που μεγάλωσαν σε επαρχιακές φάρμες (Kinsey, Pomeroy & Martin, 1948). Το 1,5% προεφήβων κοριτσιών και 3,6% ενήλικων γυναικών ανέφεραν ότι είχαν σεξουαλική επαφή με ζώα (Kinsey, Pomeroy, Martin & Gebhard, 1953), ενώ το ίδιο ανέφερε και το 4,9% από 982 άνδρες σε 24 πόλεις των Η.Π.Α. (Hunt, 1974).
     Φυλακισμένοι: Από τους 45 βίαιους και 45 μη-βίαιους φυλακισμένους εγκληματίες, οι 3 βίαιοι εγκληματίες ανέφεραν ότι είχαν κτηνοβατήσει (Merz-Perez & Heide, 2004), ενώ σε άλλη έρευνα οι 16 από τους 261 φυλακισμένους ανέφεραν ότι είχαν κτηνοβατήσει ως παιδιά (Hensley, Tallichet & Singer, 2006). Όσοι είχαν ιστορικό κτηνοβασίας είχαν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ήταν πιο πιθανό να έχουν καταδικαστεί για διαπροσωπική βία και είχαν περισσότερες καταδίκες για διαπροσωπικά αδικήματα. Η κτηνοβασία σε παιδική ηλικία μπορεί να είναι ένας προγνωστικός παράγοντας για διαπροσωπική βία στην ενήλικη ζωή (Hensley, Tallichet & Dutkiewicz, 2010). Επίσης, 1 στους 5 φυλακισμένους παραδέχτηκε ότι είχε σεξουαλική επαφή με ζώο σε δείγμα 180 φυλακισμένων σε μεσαίας και μέγιστης ασφάλειας φυλακές (Henderson, Hensley & Tallichet, 2011). Το ιστορικό κτηνοβασίας βρέθηκε να είναι η μοναδική μορφή κακοποίησης (π.χ. πνιγμός, πυροβολισμός, κλωτσιά, στραγγάλισμα, κάψιμο, συνουσία) η οποία σημαντικά προέβλεψε διαπροσωπική βία στην ενήλικη ζωή.
     Ζωόφιλοι (Κτηνοβάτες): Σε έρευνα με αυτο-αναγνωρισμένους ζωόφιλους, το 100% από 111 γυναίκες και το 63% από 82 άνδρες ανέφερε ότι η πρώτη του σεξουαλική εμπειρία συνέβη με σκύλο, με περισσότερο από το 50% του συνολικού δείγματος να αναφέρει ότι το φύλο του σκύλου ήταν αρσενικό (Miletski, 2006). Οι 14 άνδρες δήλωσαν ότι η πρώτη τους σεξουαλική εμπειρία ήταν με άλογο. Σε σχέση με τη συχνότητα, 68 άνδρες ανέφεραν ότι είχαν σεξουαλική επαφή (συνουσία) με ζώο κατά μέσο όρο 2,96 φορές ανά εβδομάδα, κάτι που κυμαίνεται σε 1 φορά ανά έτος έως και 3 φορές ανά μέρα. Οι 9 γυναίκες ανέφεραν ότι είχαν σεξουαλική επαφή (συνουσία) με ζώο κατά μέσο όρο 1,8 φορές ανά εβδομάδα, που κυμαίνεται από 1 φορά ανά μήνα έως 1 φορά ανά μέρα. Κοινές μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν συμπεριλαμβανομένου του αυνανισμού του σκύλου (64% των ανδρών και 64% των γυναικών), αιδιολειχία από τον σκύλο (55% των γυναικών), κολπική διείσδυση από τον σκύλο (45% των γυναικών), πεολειχία στον σκύλο (45% των ανδρών) και πρωκτική διείσδυση από τον σκύλο (34% των ανδρών). Άλλη έρευνα έδειξε ότι η πιο κοινή πρώτη εμπειρία με ζώο ήταν με σκύλο (63%) ή με άλογο (29%) ανάμεσα σε 114 αυτο-αναγνωρισμένους ζωόφιλους άνδρες. Το 81% αυτών διέπραξε στοματική-γεννητική δραστηριότητα με ζώο, ενώ η πιο κοινή δραστηριότητα με ζώο ήταν η κολπική διείσδυση με θηλυκό ζώο (75%). Μερικά άτομα που διαπράττουν κτηνοβασία μπορεί πραγματικά να έχουν σεξουαλικό προσανατολισμό προς τα ζώα (Miletski, 2017).
     Είναι εμφανές ότι η κτηνοβασία εμπεριέχει όλες τις ανθρώπινες σεξουαλικές συμπεριφορές που λαμβάνουν χώρα μεταξύ ανθρώπων, όπου ακόμα και η διείσδυση από ανδρικό μόριο είναι πιθανή. Αρά, πλέον θα μπορούσαμε να μιλάμε για βιασμό ή σεξουαλική κακοποίηση ζώων, καθώς η σεξουαλική δραστηριότητα λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε διαφορετικά είδη. Τρία στοιχεία μπορούν να στοιχειοθετήσουν την εννοιολογική σύλληψη του όρου αυτού είναι: α) οι σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους και ζώα εμπεριέχουν εξαναγκασμό σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, β) οι σεξουαλικές πράξεις με ζώα προκαλούν πόνο (π.χ. εσωτερική αιμορραγία, ρήξη σε πρωκτό και κόλπο, ψυχικό τραύμα και πιθανό θάνατο), και γ) τα ζώα είναι ανίκανα να δώσουν συγκατάθεση και να εκφράσουν τη διαφωνία τους για την κακοποίηση που υφίστανται (Beirne, 1997, 2009). Διαφορετικοί τύποι σεξουαλικής κακοποίησης ανάμεσα σε διαφορετικά είδη αποτελούν η ζωοφιλική/σεξουαλική εμμονή, η εμπορευματοποίηση ζώων ή η χρήση ζώων ως εμπορεύματα για πώληση στην παραγωγή πορνογραφίας, ο εφηβικός σεξουαλικός πειραματισμός και η επιδεινωμένη βιαιότητα όπου βία και σεξουαλική πράξη συμβαίνουν παράλληλα (Beirne, 1997, 2009). Ωστόσο, θεωρείται ότι η διείσδυση δεν είναι απαραίτητη στην σεξουαλική κακοποίηση ζώων, καθώς μπορεί να περιλαμβάνει ένα ευρύτερο φάσμα συμπεριφορών πέραν της κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής διείσδυσης, όπως η θωπεία, η επαφή στόματος-γεννητικών οργάνων, η διείσδυση με χρήση αντικειμένων και η θανάτωση ή ο τραυματισμός ενός ζώου (Brayford, Cowe & Deering, 2012).
     Ο ελληνικός Νόμος 4830/2021, δεν κάνει ρητή πρόβλεψη για την σεξουαλική κακοποίηση ή τον βιασμό ζώων. Ωστόσο, στο άρθρο 24 παρ. 1 περ. β) προβλέπει τη «…σεξουαλική κακοποίηση ζώου με χρήση αντικειμένων για τη σαδιστική ευχαρίστηση του δράστη…», η οποία τιμωρείται ως κακούργημα με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη και με χρηματική ποινή, αλλά και με διοικητικό πρόστιμο από 30.000€ έως και 50.000€ ανά ζώο και περιστατικό, σύμφωνα με τα άρ. 34 και 35 ιδίου Νόμου.

     Για πρώτη φορά, με την παρούσα μελέτη, επιχειρείται ένας σαφής ορισμός και διαχωρισμός των ανθρώπινων σεξουαλικών συμπεριφορών προς τα ζώα. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, όπως ο όρος κακοποίηση αποτελεί μία ομπρέλα των ανθρώπινων κακοποιητικών συμπεριφορών, έτσι και ο όρος σεξουαλική κακοποίηση ζώων δεν κάνει σαφές, αν αναφερόμαστε σε βιασμό ενός ζώου ή σε σεξουαλική προσβολή ενός ζώου.

Βιασμός ζώων

     Ο βιασμός ζώου αναφέρεται στην εξαναγκαστική ή μη εξαναγκαστική διείσδυση ανθρώπινου ανδρικού γεννητικού μορίου σε οποιοδήποτε ζώο με κολπικό, πρωκτικό ή στοματικό τρόπο (συνουσία). Επίσης, η διείσδυση σε ζώο με οποιονδήποτε τρόπο (κολπικό, πρωκτικό, στοματικό), που γίνεται με οποιοδήποτε μέσο, δάκτυλο(α) άκρων, αντικείμενο ή σεξουαλικό(ά) βοήθημα(τα), αποτελούν βιασμό του ζώου. Η διείσδυση δε γίνεται μόνο από άνδρες, καθώς βιασμό ζώου μπορούν να τελέσουν και γυναίκες με άλλα μέσα. Οι γυναίκες μπορούν να προκαλέσουν τη διείσδυση του αρσενικού ζώου σε αυτές. Επιπλέον, η αιδοιολειξία, η πεολειξία και ο αυνανισμός που τελείται από ζώο σε άνθρωπο ή από άνθρωπο σε ζώο αποτελούν βιασμό του ζώου.

Σεξουαλική προσβολή του ζώου

     Η σεξουαλική προσβολή του ζώου αναφέρεται σε ανθρώπινες συμπεριφορές προς τα ζώα που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο σεξουαλικής εκτόνωσης και ευχαρίστησης, όπου δεν υπάρχει συνουσία και διείσδυση προς κι από το ζώο. Τέτοιες συμπεριφορές είναι η επαφή των ανθρώπινων γεννητικών οργάνων με εκείνων των ζώου ή του σώματος του ζώου (εφαψιομανία), η επαφή των γεννητικών οργάνων του ζώου (θωπεία) ή ένδυση του ζώου με ρουχισμό ή άλλα αντικείμενα με σκοπό την σεξουαλική ευχαρίστηση ή/και εκτόνωση πάνω στο ζώο (φετιχισμός). Η προσβολή δεν αναφέρεται σε ηθική προσβολή, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο να τεκμηριωθεί, αλλά σε σωματική παραβίαση, αφού δεν μπορεί να διαπιστωθεί συναίνεση.


Ο Διαχειριστής
Δρίβας Ευάγγελος
Κλινικός Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπευτής
Αστυνομικός

Για οποιαδήποτε άλλη απορία απευθυνθείτε στη σελίδα & blog Report Animal Abuse Greece